Τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης, πολλοί έδειξαν το “ενδιαφέρον” τους για την μέλισσα και την μελισσοκομία. Τώρα που έρχεται η ανάπτυξη “κατακέφαλα” και μετά την ταλαιπωρία μερικών ετών στην ενασχόληση με την μελισσοκομία αρχίζουν μερικοί να εγκαταλείπουν τον κλάδο. Αυτό το διαπιστώνουμε και στις μικρές αγγελίες, όπου πωλούνται όλα μαζί, εξοπλισμός, αυτοκίνητο και μελίσσια. Το φαινόμενο θα συνεχιστεί μέχρι να “ανοίξουν οι δουλειές” σε κάποιους άλλους κλάδους, τότε θα φύγουν σιγά – σιγά και άλλοι πολλοί. Πιστεύω ότι είναι ζήτημα να μείνει το 5 με 10% αυτών που μπήκαν στο επάγγελμα τα τελευταία χρόνια.
Γιατί αυτό; Γιατί η μελισσοκομία δεν συμφέρει, γιατί έχει πολλή δουλειά και λίγα λεφτά. Δεν αμείβεται ο μελισσοκόμος. Αναγκάζεται να πουλάει το μέλι του κάτω του κόστους παραγωγής. Ιδιαίτερα όμως ο επαγγελματίας κατά αποκλειστικότητα μελισσοκόμος βρίσκεται σε πιο δεινή θέση καθώς δεν μπορεί να τα παρατήσει διότι αυτή είναι η δουλειά του. Που να πάει; Πιέζεται από τον ανταγωνισμό που έχει αναπτυχθεί στο χώρο από τη μία πλευρά, αλλά και από το εισαγόμενο μέλι από την άλλη (1,25 ευρώ το κιλό έχει το εισαγόμενο), 4,20 ευρώ κοστίζει η παραγωγή ενός κιλού μελιού στην Ελλάδα, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα που έγινε από το εργαστήριο Αγροτικής Οικονομίας του Α.Π.Θ. Όλα γύρω του αρνητικά.
Εκτός αυτών τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο δύσκολη η παραγωγή μελιού. Περισσότερο τρέξιμο, παραπάνω έξοδα, λιγότερα μέλια. Και το παράδοξο: Πολύ μέλι στην αγορά – χαμηλή τιμή στο εμπόριο, λίγο μέλι – πάλι χαμηλή η τιμή στο εμπόριο. Τι γίνεται εδώ; Δεν λειτουργεί η προσφορά και η ζήτηση;
Θα υπάρξει ένα μεγάλο πρόβλημα σύντομα και στην Ελλάδα (στην υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχει ήδη). Η έλλειψη αρκετών επικονιαστών για την διαιώνιση των ειδών, την καρπόδεση και παραγωγή των φρούτων και λαχανικών. Πρόβλημα που αφορά την τροφή μας δηλαδή. Η επικονίαση συνδέεται όμως άμεσα και με την κλιματική αλλαγή. Το τελευταίο είναι και το μεγάλο μας διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Οι μέλισσές μας επικονιάζουν και την άγρια φύση σε μεγάλο βαθμό. Το πρόβλημα δεν το βλέπουμε τώρα εμείς στην Ελλάδα διότι έχουμε πολλά μελίσσια, όμως έχουμε υποχρέωση να δούμε τι συμβαίνει και παραπέρα για να προλάβουμε.
Είναι απόλυτη ανάγκη για όλα αυτά που αναφέραμε παραπάνω ο κατά κύριο επάγγελμα μελισσοκόμος να κρατηθεί στη δουλειά του και να μπορεί να ζήσει την οικογένειά του. Πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθεί γενναία για τη δουλειά που μέχρι τώρα κάνει χωρίς καμία ανταμοιβή, δηλαδή την επικονίαση. Αυτή πρέπει να είναι μία πρόταση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι κατάλληλος ο χρόνος τώρα που όλοι καίγονται διότι έχουν καταλάβει ότι τώρα πρέπει κάτι να κάνουν γιατί μετά από λίγο θα είναι πολύ αργά. Διότι η ύπαρξη των εντόμων επικονιαστών συνδέεται άμεσα με την κλιματική αλλαγή, όπως προαναφέρθηκε. Ακόμη και η ένταξη της μελισσοκομίας στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) έχει πιθανότητες αν βέβαια κάποιοι το επιδιώξουν.
Από την άλλη μεριά το πρόβλημα των εισαγωγών μελιού είναι ο μεγάλος βραχνάς για την εγχώρια μελισσοκομία και για τους επαγγελματίες μελισσοκόμους: οι ελληνοποιήσεις. Όλοι όταν έρχονται στην κυβέρνηση το ίδιο υπόσχονται, όπως και η τωρινή κυβέρνηση δηλαδή, “άμεση προτεραιότητα η καταπολέμηση των ελληνοποιήσεων” για να το ξαναϋποσχεθούν και οι επόμενοι, γιατί παρά τις υποσχέσεις και τις προτεραιότητες τίποτα δεν γίνεται. Μια πρόταση, που θα έχει αποτέλεσμα, είναι να μπει εισαγωγικός δασμός στο μέλι που προέρχεται από τις χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης με το επιχείρημα ότι πρέπει να εξασφαλίσουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την επικονίαση σαν ένα μέτρο κατά της κλιματικής αλλαγής. Η πρόταση έχει πολλές πιθανότητες να περάσει, περισσότερες από ότι για άλλα προϊόντα που ελληνοποιούνται όπως π.χ. στο γάλα, πατάτες κ.λπ. Γιατί την επικονίαση δεν μπορούμε να την εισάγουμε. Βεβαίως θα υπάρξουν και αντιδράσεις του τύπου “μα δεν μπορεί να γίνει περιορισμός στη διακίνηση των αγαθών” ή “έχουμε ή όχι ή ελεύθερο εμπόριο” και κάτι τέτοια. Εκείνο που θα συμβεί είναι ότι θα ανέβει συνολικά η τιμή του μελιού στο ράφι. Καλό είναι αυτό γιατί θα ανέβει και η τιμή του μελιού και των μελισσοκόμων. Η κοινωνία πρέπει να είναι σε θέση να δεχθεί αυτή την αύξηση και να την πληρώσει για το σκοπό αυτό όμως πρέπει να γίνει συστηματική ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού και με πολλή υπομονή, σιγά-σιγά θα επιτευχθεί και αυτό. Σκεφτείτε μόνο τι γίνεται με την ζαχαροπλαστική. Χρησιμοποιείται σαν κύριο συστατικό η ζάχαρη, των 50 – 60 λεπτών το κιλό, γίνεται ένα λαχταριστό γλυκό και πωλείται τελικά προς 15-20 ευρώ το κιλό και κανείς δεν παραπονείται πλέον. Η τιμή είναι δεδομένη και εμπεδωμένη. Εμείς έχουμε ένα χρυσάφι προϊόν στα χέρια μας φυσικό και υγιεινό και όμως αναγκαζόμαστε να το διαθέτουμε ακόμα και προς 3,20 ευρώ το κιλό.
Από την πλευρά τους οι μελισσοκόμοι τώρα, οι επαγγελματίες, πρέπει να κάνουν ενέργειες που να συγκλίνουν προς αυτή την πρόταση. Μείωση του κόστους παραγωγής με την ίδρυση σωστών, μεγάλων και σοβαρών Συνεταιρισμών. Και η φορολογία σε αυτή τη περίπτωση είναι η ευνοϊκότερη αλλά και τα κόστη μειώνεται σημαντικά. Πρέπει να προσεχθεί η ποιότητα του μελιού κυρίως ως προς τα εφαρμοζόμενα φάρμακα κατά των ασθενειών και βέβαια να αναζητηθούν και άλλες αγορές.
Οι παραπάνω σκέψεις αποτελούν μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα και χρειάζεται εξειδίκευση στις επιμέρους πτυχές του, ώστε να μην αδικηθεί κανείς, ετεροεπαγγελματίας ακόμη και ερασιτέχνης μελισσοκόμος χωρίς ωστόσο να χαθεί ο στόχος που είναι η επιβίωση της μελισσοκομίας στην χώρα μας, η εξασφάλιση επικονιαστών και η προστασία του περιβάλλοντος.
Τα παραπάνω φαίνονται εκ πρώτης όψεως πολύ φιλόδοξα έως υπερβολικά, και θα συμφωνήσω ότι είναι όπως π.χ. η επιβολή δασμών ή η είσοδος της μελισσοκομίας στην ΚΑΠ. Κατά τη γνώμη μου όμως χωρίς ανατρεπτικά βήματα δεν θα γίνει απολύτως τίποτα, οι μέλισσες θα μειωθούν επικίνδυνα και η μελισσοκομία θα μαραζώσει σαν φυσικό επακόλουθο.
Να τα πούμε λοιπόν μετά από 20 χρόνια. Ως τότε ο κύβος θα έχει ριφθεί και η εξέλιξη θα είναι ορατή προς την μια ή την άλλη πλευρά, ανάλογα με τις δικές μας προσπάθειες και την αποτελεσματικότητά μας,
Νίκος Παππάς