Θρασυβούλου Ανδρέας Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ
Το έτος 1982 επέστρεψα από τις Η.Π.Α με επιτυχημένες σπουδές στην Εντομολογία με εξειδίκευση στη Μελισσοκομία. Τα χρόνια εκείνα, το πευκόμελο ήταν ένα απαξιωμένο προϊόν, κατώτερης ποιότητας και ιδιαίτερα φθηνό συγκριτικά με το ανθόμελο. Μάλιστα στον τότε Επίσημο Κώδικα Τροφίμων, Ποτών & Αντικειμένων Κοινής Χρήσης (10/1971) το πευκόμελο αναφερόταν ως μέλι «ευτελέστερο του ανθόμελου με ιδιάζουσα γεύση ανάλογα με τη ρητίνη που περιείχε» (εικ. 1).
Η άποψη αυτή είχε επικρατήσει τα χρόνια εκείνα και αρκετοί μελισσοκόμοι για να διαθέσουν το προϊόν τους, αναγκαζόταν να αναγράφουν στην ετικέτα «ΑΝΘΟΜΕΛΟ» αντί του σωστού πευκόμελου, γιατί αλλιώτικα οι καταναλωτές δεν το αγόραζαν. Παράλληλα , διαπίστωσα ότι το συγκεκριμένο μέλι και τα μέλια μελιτώματος ή δασόμελα ήταν ιδιαίτερα αρεστά και απολάμβαναν υψηλές τιμές στην Γερμανία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αντίθετα με την απαξίωση που είχαν στην Ελλάδα.
Έχοντας αυτά υπόψη, πίστεψα ότι θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στην έρευνα για την τεκμηρίωση της ποιότητας του ελληνικού πευκόμελου και να γίνει προσπάθεια να ανατραπεί η κακή εικόνα που το συνόδευε. Με τα πενιχρά τότε μέσα που διέθετε το Εργαστήριο Μελισσοκομίας του ΑΠΘ, πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις σε αρκετά δείγματα πευκόμελου και ανθόμελου για να διαπιστωθεί ότι το μέλι αυτό δεν υστερούσε σε τίποτε από άλλα μέλια. Είχε λιγότερα ζάχαρα, συνεπώς λιγότερες θερμίδες, υψηλότερη ποσότητα τέφρας και άρα περισσότερα ιχνοστοιχεία και παρόμοια φυσικοχημικά χαρακτηριστικά όπως η διαστάση, η HMF, η οξύτητα, η υγρασία κ.ά.
Παράλληλα το πευκόμελο δεν κρυστάλλωνε ή κρυστάλλωνε με πολύ αργό ρυθμό, επομένως δε χρειαζόταν θερμική επεξεργασία και συλλεγόταν σε πευκοδάση μακριά από ψεκασμούς και ρυπάνσεις. Έχοντας τα πρώτα αποτελέσματα και διαπιστώνοντας ότι το πευκόμελο ήταν ένα εξαιρετικό μέλι το οποίο σκόπιμα απαξιωνόταν λόγω εμπορικών συμφερόντων, αναζήτησα τρόπους να αναδειχθεί η ποιότητα του πευκόμελου, να αποκατασταθεί η πραγματική του αξία στη συνείδηση του καταναλωτή και ο Έλληνας μελισσοκόμος να αμειφθεί αντίστοιχα για την παραγωγή του.
Γνωρίζοντας ότι μέλια με υψηλή ποσότητα τέφρας έχουν και υψηλή περιεκτικότητα σε απαραίτητα για τον οργανισμό ιχνοστοιχεία όπως είναι το κάλιο, το μαγνήσιο, ο σίδηρος και άλλα και ότι αυτά αντιπροσωπεύουν κατά μεγάλο μέρος τη θρεπτική αξία του μελιού ζήτησα από την καλή φίλη Σοφία Μπλαδενοπούλου, ερευνήτρια του Ινστιτούτου Εδαφολογίας στο ΕΘΙΑΓΕ να βοηθήσει στις αναλύσεις ιχνοστοιχείων στα πευκόμελα και ανθόμελα, ώστε να έχουμε μια συγκριτική εικόνα των δύο κατηγοριών μελιού.
Συγκεντρώσαμε και αναλύσαμε τότε μεγάλο αριθμό ανθόμελων και πευκόμελων για να διαπιστώσουμε ότι το πευκόμελο όχι μόνο δεν υστερούσε από τα ανθόμελα στα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά, αλλά οι υψηλές συγκεντρώσεις ιχνοστοιχείων που είχε το κατέτασσαν στα μέλια με υψηλή θρεπτική αξία και ωφελιμότητα για τον ανθρώπινο οργανισμό.
Συμπτωματικά τότε προγραμματιζόταν η διοργάνωση του 2ο Πανελλήνιου Συνεδρίου Μελισσοκομίας στο Ξενοδοχείο Κάραβελ στην Αθήνα (15-17 Νοεμβρίου 1983). Ζήτησα συμμετοχή ως εισηγητής για να παρουσιάσω ομιλία σχετικά με την σύσταση του πευκόμελου. Η εισήγηση έγινε ενώπιο 2000 συνέδρων-μελισσοκόμων και ήταν η πρώτη μου προσωπική παρουσία ως νέος επιστήμονας στο χώρο της μελισσοκομίας. Θυμάμαι την αρχική παγωμάρα του ακροατηρίου, την απόλυτη σιγή που επικρατούσε στην ομιλία και τα καρφωμένα βλέμματα έκπληξης και απορίας.
Οι παραγωγοί άκουγαν για πρώτη φορά ότι το πευκόμελο δεν είναι ευτελές, ούτε τρίτης κατηγορίας μέλι και ότι έχει την ίδια αξία με όλα τα άλλα μέλια που παράγει η μέλισσα. Πιθανόν κάποιοι συνειδητοποίησαν ότι στα χρόνια που πέρασαν ήταν θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης και ότι αυτό θα πρέπει να αλλάξει. Θυμάμαι το αγκάλιασμα των απλών μελισσοκόμων, αλλά και τα βλοσυρά και θυμωμένα βλέμματα κάποιων που πιθανόν θιγόντουσαν τα συμφέροντά τους. Το πευκόμελο σιγά-σιγά ανέβαινε στη συνείδηση του καταναλωτή. Ακολούθησαν και άλλες σχετικές δημοσιεύσεις σε περιοδικά τροφίμων με Πανελλήνια κυκλοφορία όπως τα Τρόφιμα και Ποτά (εικ. 2).
Στο Πανεπιστήμιο προχωρήσαμε για πρώτη φορά σε τυφλά οργανοληπτικά τεστ όπου οι καταναλωτές δοκίμαζαν αμιγείς κατηγορίες ελληνικού μελιού και τις βαθμολογούσαν ανάλογα με την γεύση, την οσμή, την πυκνότητα, την κρυστάλλωση και άλλα χαρακτηριστικά (θρασυβούλου και συν. 1992). Στα τεστ αυτά το πευκόμελο μαζί με το ελατήσιο λάμβανε πάντα τις υψηλότερες βαθμολογίες (πίνακας 1).
Παράλληλα, οι καταναλωτές για πρώτη φορά ενημερωνόταν ότι εκτός από το Ανθόμελο, το θυμαρίσιο και το «κατώτερο» πευκόμελο υπήρχαν και άλλες κατηγορίες μελιού όπως της ερείκης, πορτοκαλιάς, καστανιάς, βαμβακιού κ.ά. Ήταν η αρχή πιστεύω της εισόδου των αμιγών μελιών στην ελληνική αγορά. Στο μεταξύ λόγω της ένταξης της χώρας στην Ε.Ο.Κ, η ελληνική νομοθεσία το 1983, εναρμονίστηκε με εκείνη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όπου τα μέλια μελιτώματος απολάμβαναν τα ίδια ποιοτική εκτίμηση με τα άλλα μέλια (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 1983).
Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Οι συνήθειες και η νοοτροπία του καταναλωτή δύσκολα αλλάζουν, ιδιαίτερα όταν για πολλά χρόνια δεχόταν λανθασμένες πληροφορίες για το δήθεν υποβαθμισμένο πευκόμελο.
Πίνακας 1. Προτιμήσεις καταναλωτών στις αμιγείς κατηγορίες ελληνικού μελιού . Η βαθμολόγηση έγινε από 732 καταναλωτές (Θρασυβούλου & Μανίκης, 1994)
Κατηγορία μελιού | % Προτίμηση |
Ελάτης | 74,1 |
Πεύκου | 73,5 |
Καστανιάς | 72,3 |
Θυμαριού | 72,2 |
Πορτοκαλιάς | 63,5 |
Ηλιανθου | 55,1 |
Ερείκης | 53,9 |
Βαμβακιού | 52,6 |
Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια με ανακοινώσεις στο Τύπο, δημόσιες ομιλίες και παρεμβάσεις για να καθιερωθεί το πευκόμελο ως ποιοτικό μέλι στη συνείδηση του καταναλωτή αλλά και του μελισσοκόμου. Τα οικονομικά συμφέροντα ήταν τεράστια και η προσπάθεια προσωπικής μου απαξίωσης συνεχής .
Ακόμα και στον Πρύτανη του ΑΠΘ, απέστειλαν επιστολή στην οποία ζητούσαν να με αποπέμψει από το Πανεπιστήμιο, γιατί διέδιδα ψευδής πληροφορίες ότι το πευκόμελο το οποίο κατά την άποψή τους προέρχεται από περιττώματα εντόμου, είναι εξίσου καλό μέλι με το ανθόμελο!!
Δυστυχώς αντιμετώπισα την νοοτροπία αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια των σαράντα χρόνων πορείας μου στο κλάδο . Στην εικόνα 3 παρατίθενται μερικοί μόνο τίτλοι αναρτήσεων στο διαδίκτυο όπου το πευκόμελο αναφέρεται ότι προέρχεται από περιττώματα εντόμων και σχόλιο καταναλωτή ότι δεν θα ξαναφάει πευκόμελο!! (εικ. 3)
Εικόνα 3. Μερικές από τις αναρτήσεις διαφόρων ιστοτόπων στο διαδίκτυο σχετικά με την προέλευση του πευκόμελου.
Σήμερα η προσπάθεια 38 ολόκληρα χρόνια μετά συνεχίζεται. Οι καταναλωτές θα πρέπει να ενημερωθούν ότι το πευκόμελο δεν προέρχεται από περιττώματα εντόμου αλλά από μελιτώδεις εκκρίσεις.
Ο χυμός του φυτού είναι πλούσιος σε ζάχαρα, έχει υψηλή συγκέντρωση νερού και είναι φτωχό σε αμινοξέα και αζωτούχες ενώσεις (πρωτεϊνικά συστατικά). Το έντομο για να καλύψει τις ανάγκες του σε πρωτεϊνικά συστατικά, μυζά πολύ μεγάλες ποσότητες χυμού. Σε μια ημέρα μια αφίδα καταναλώνει ποσότητα χυμού που ξεπερνά κατά 100 φορές περίπου το βάρος της.
Η περίσσεια αυτή υγρασία και ζάχαρα, θα πρέπει να απομακρυνθούν και για να γίνει αυτό το πεπτικό σύστημα του εντόμου τροποποιήθηκε. Στο πρόσθιο μέρος του μεσαίου εντέρου, υπάρχει φίλτρο μέσω του οποίου τα ζάχαρα και η υγρασία μεταπηδούν στο πίσω έντερο και απομακρύνονται άμεσα μέσω του απευθυσμένου ως μελίτωμα. Δεν περνά δηλαδή από τη διαδικασία της πέψης και της απορρόφησης. Το μελίτωμα δεν έχει καμιά σχέση με το περίττωμα και ούτε είναι ζωικό προϊόν. Είναι ο χυμός του φυτού που συλλέγουν οι μέλισσες με τη μεσολάβηση άλλων εντόμων.
Το πευκόμελο θεωρείται και είναι μια από τις καλύτερες κατηγορίες μελιού και απολαμβάνει της αξίας που του αρμόζει. Η έρευνα σχετικά με τα χαρακτηριστικά και την ποιότητά του είναι συνεχής.
Τα χαρακτηριστικά του, έχουν ταυτοποιηθεί (Thrasyvoulou & Manikis 1995, Θρασυβούλου και συν. 2002,) έχει αναπτυχθεί μέθοδος διάκρισής του από το Τούρκικο πευκόμελο (Tananaki et al, 2007), διατίθεται ως αμιγές αλλά και σε μείγματα (χαρμάνια) με άλλα μέλια που κρυσταλλώνουν γρήγορα (Θρασυβούλου & Μανίκης, 1997).
Είναι η βάση της Ελληνικής παραγωγής μιας και αποτελεί το 65% της ετήσιας παραγωγής, δεν είναι λίγες οι «κακές» μελισσοκομικές χρονιές που το πευκόμελο στήριξε κυριολεκτικά το εισόδημα του μελισσοκόμου, παράγεται το φθινόπωρο όπου τα περισσότερα μελίσσια έχουν ταλαιπωρηθεί και απαιτούν πηγές μελιού για να ξεχειμωνιάσουν και η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που το παράγει.
Οφείλουμε όλοι να προστατεύσουμε όχι μόνο το πευκόμελο αλλά όλες τις κατηγορίες μελιού που παράγονται στην χώρα μας γιατί είναι μοναδικές και εξαιρετικές σε γεύση, άρωμα και θρεπτικά χαρακτηριστικά.
Dimou M & A. Thrasyvoulou (2006) Discriminating pine and fir honeydew honeys by microscopic characteristics J. Apic. Res. 45(2):16-21
Eγκύκλιος του Γενικού Χημείου του Κράτους (1971) Κώδιξ Τροφίμων Ποτών & Αντικειμένων Κοινής Χρήσης (Μέρος Α Τρόφιμα & Ποτά 10/1971
Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (1983) Περί του μέλιτος σε συμμόρφωση προς την οδηγία 74/409/ΕΟΚ. Προεδρικό Διάταγμα 498/2690-2692.
Θρασυβούλου Α. & Μανίκης Ι. (1994) Η ποιότητα του Ελληνικού μελιού. Μελισσοκομική Επιθεώρηση Φεβρ. 33-35
Θρασυβούλου Α. και Μπλαδενοπούλου Σ. (1983) Συγκριτική Ανάλυση πευκόμελου και ανθόμελου. Πρακτικά του Β’ Πανελλήνιου Μελισσοκομικού Συνεδρίου, Αθήνα 15-17 Νοεμβρίου, 1983, σελ.72-79.
Θρασυβούλου Α. και Μπλαδενοπούλου Σ. (1984) Το Ελληνικό Πευκόμελο δεν υστερεί του ανθόμελου. Με υψηλή θρεπτική αξία και δεν πρέπει να θεωρείται σαν κατώτερης ποιότητας. Περιοδικό Τρόφιμα και Ποτά το έτος 1984 71(10):53-54)
Θρασυβούλου Α., Μανίκης Ι (1997) Η κρυστάλλωση του μελιού. Ποιοι παράγοντες την επηρεάζουν και πώς να την περιορίσετε. Μελισσοκομική ΕπιθεώρησηΜάρτιος, σελ.17-21,
Θρασυβούλου Α., Μανίκης Ι., Πλιακούρα Α., Παπαπάνου (1992) Καταναλωτής και επώνυμο μελι. Πρακτικά Ημερίδας Μελισσοκομία ΙΙ-Το μέλι –Δυνατότητες πληρέστερης Εκμετάλευσης των Μελισσών. Σελ.6-28
Θρασυβούλου Α., Μανίκης Ι., Τανανάκη Χ., Τσέλλιος Δ., Καραμπουργιώτη Σ και Δήμου Μ (2002) Η ταυτότητα του Ελληνικού μελιού Α. Φυσικοχημικά χαρακτηριστικά που στηρίζουν την ποιότητα του προϊόντος. Πρακτικά 1ου Επιστημονικού Συνεδρίου Μελισσοκομίας-Σηροτροφίας , Αθήνα 29Νοεμ, έως 1 Δεκ.
Tananaki C., Thrasyvoulou A., Giraudel J.I & Montury M. (2007). Determination of volatile characteristics of greek and turkish pine honey samples and their classification by using kohonen self organising maps. Food Chemistry 101(4): 1687-1693.
Thrasyvoulou A, Manikis I (1995). Some physico-chemical and microscopical characteristics of Greek unifloral honeys. Apidologie 26(6):441-452
Για εγγραφή συνδρομητή πατήστε εδω
Απορίες και διευκρινίσεις σχετικά με το άρθρο ή με όποιο άλλο θέμα θέλετε επικοινωνήστε με το περιοδικό Μελισσοκομική Επιθεώρηση πατώντας εδώ.
Για την κατάρτισή σας, επιλέξτε πηγές πληροφόρησης με επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση