Αντιλήψεις για την προέλευση των μελισσών στο παρελθόν – Γ. Μαυροφρύδης

Γιώργος Μαυροφρύδης
Αρχαιολόγος, Μελισσοκόμος
mavrofridis@arria-trans.gr
ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
Τεύχος Μαρτίου Απριλίου 2016 σελ. 123

 

Ένα από τα σημαντικά ζητήματα που απασχόλησε για αιώνες τους μελετητές της μέλισσας ήταν αυτό της προέλευσής της. Ο κυριότερος λόγος που προέκυψε αυτό είχει να κάνει με το ζευγάρωμα της βασίλισσας, το οποίο, επειδή λαμβάνει χώρα στον αέρα, δεν ήταν δυνατόν να παρατηρηθεί από τους ανθρώπους. Η αδυναμία λοιπόν ικανοποιητικής δικαιολόγησης της προέλευσης των μελισσών οδήγησε στην εμφάνιση διαφόρων μύθων και αντιλήψεων που θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε εδώ. Το ενδιαφέρον είναι πως οι αντιλήψεις αυτές παρέμειναν σε ισχύ έως τον 17ο αιώνα, ενώ ο απόηχός τους φτάνει ως τα μέσα του 19ου και σε ορισμένες περιπτώσεις  λαϊκής παράδοσης έως τα μέσα του 20ου.

Στην αναφερθείσα αδυναμία παρακολούθησης της σύζευξης μεταξύ βασιλισσών και κηφήνων θα πρέπει νομίζω να αναζητήσουμε τόσο τη δημιουργία της άποψης περί του κυρίαρχου αρσενικού, «ηγεμόνα» ή «βασιλιά», που άρχει στην κυψέλη, όσο και αυτή της ιερότητας της μέλισσας, η οποία απαντά σε όλες σχεδόν τις θρησκείες. Στην ιερότητα αυτή θα πρέπει να συνέβαλε (και) η λανθασμένη αντίληψη πως το εν λόγω έντομο δεν αναπαράγεται με σεξουαλική επαφή.

Στη χριστιανική θρησκεία και δη στην ορθοδοξία η «αγνότητα» των μελισσών ήταν η ιδιότητα που απέτρεπε τη συμμετοχή των «μιαρών» γυναικών στον τρύγο των «καθαρών» προϊόντων τους (Γερμανίδου, 2011: 78). Για τον ίδιο λόγο επιβαλλόταν η αποχή των μελισσοκόμων από ερωτικές συνευρέσεις πριν από τον τρύγο και γενικότερα πριν από την επίσκεψη στο μελισσοκομείο, απαγόρευση που ίσχυε από τη ρωμαϊκή ήδη εποχή (Ράιος, 2000) και διατηρήθηκε ως τις μέρες μας (Μαυροφρύδης, 2007). Ο συμβολικός συσχετισμός της Θεοτόκου (με την άμωμο σύλληψη του Χριστού) και της αγνότητας που αντιπροσώπευε η μέλισσα διαδόθηκε κυρίως στη Δύση και λιγότερο στη βυζαντινή εικονογραφία και θεολογία (Γερμανίδου, 2011: 78). Στην καθολική Δύση, στη Σεβίλλη της Ισπανίας συγκεκριμένα, αναφέρεται ακόμη και περίπτωση τιμωρίας μοιχού γυναίκας με κεντρίσματα μελισσών (Crane, 1999: 542).

Στην αρχαία Αίγυπτο ο μύθος έλεγε πως όταν έκλαψε ο θεός ήλιος Ρα, τα δάκρυά του πέφτοντας στο έδαφος μεταμορφώθηκαν σε μέλισσες (Chouliara – Raios, 1989: 31· Kritsky, 2010: 12). Σε άλλον παρόμοιο μύθο από τη Βρετάνη οι μέλισσες φέρονται να δημιουργήθηκαν από τα δάκρυα του εσταυρωμένου Χριστού (Ivanov & Toporov, 1982).

 

Ο Αριστοτέλης, ασχολείται κι αυτός με το ζήτημα της προέλευσης των μελισσών στα έργα του Περί τα ζώα ιστορίαι (Ε, 21) και Περί ζώων γενέσεως (Γ, 10) και τις θέσεις του εξετάζει σε σχετική μελέτη ο καθηγητής Βασίλης Λιάκος (2000). Την εποχή του Αριστοτέλη υπήρχαν πολλές απόψεις σχετικά με τη γένεση των μελισσών. Ορισμένοι υποστήριζαν πως οι μέλισσες ούτε ζευγαρώνουν ούτε γεννούν, αλλά μεταφέρουν το γόνο τους από ορισμένα λουλούδια. Άλλοι πίστευαν πως οι μέλισσες φέρνουν τον γόνο των κηφήνων από συγκεκριμένα λουλούδια, ενώ ο γόνος των εργατριών γεννιέται από τους ηγεμόνες (τους οποίους μερικοί ονόμαζαν και μητέρες, υπονοώντας ότι γεννούν). Οι τελευταίοι έφερναν ως επιχείρημα το γεγονός ότι ο γόνος των κηφήνων δημιουργείται ακόμη κι όταν δεν υπάρχει ηγεμόνας σε αντίθεση με αυτόν των εργατριών. Άλλοι έλεγαν ότι οι μέλισσες ζευγαρώνουν και ότι οι κηφήνες είναι αρσενικοί και οι εργάτριες θηλυκές. Αφού καταγράφει λοιπόν ο Αριστοτέλης τις υπάρχουσες απόψεις στο Περί τα ζώα ιστορίαι, οι οποίες δεν φαίνεται ωστόσο να τον ικανοποιούν, στο Περί ζώων γενέσεως εξετάζει εκ νέου το όλο θέμα και με λογικά επιχειρήματα απορρίπτει τις λανθασμένες θεωρίες καταλήγοντας σε εν πολλοίς ορθά συμπεράσματα.

Αρχικά απορρίπτει ως παράλογη την άποψη πως οι μέλισσες μεταφέρουν τον γόνο από τα λουλούδια. Εφόσον δεν δημιουργείται γόνος εργατριών χωρίς την παρουσία βασιλέων, συμπεραίνει ότι αυτός δεν είναι αποτέλεσμα ζευγαρώματος εργάτριας με εργάτρια, ούτε κηφήνα με κηφήνα, ούτε και εργάτριας με κηφήνα. Η πιθανότητα που απομένει, εάν φυσικά είναι αποτέλεσμα ζευγαρώματος, είναι να γεννούν οι βασιλείς ζευγαρώνοντας. Επειδή όμως κηφήνες γεννιούνται και χωρίς την παρουσία βασιλέων, η γένεσή τους είναι ανεξάρτητη από ζευγάρωμα. Αντιθέτως, επειδή δεν εμφανίζεται γόνος εργατριών χωρίς την παρουσία βασιλέων, απομένει η πιθανότητα να γεννούν οι βασιλείς το είδος τους και τις εργάτριες (Λιάκος, 2000).

Οι παραπάνω θέσεις του Αριστοτέλη μπορεί να έτυχαν κάποιας αποδοχής, εκείνο ωστόσο που χαρακτήριζε τις αντιλήψεις για το εξεταζόμενο θέμα έως τον 17ο τουλάχιστον αιώνα ήταν η βουγονία, η προέλευση δηλαδή των μελισσών (όχι όμως αποκλειστικά και μόνο) από κουφάρι βοδιού. Στην ουσία, ο μοναδικός από τους αρχαίους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τη μελισσοκομία που δεν αναφέρεται στη βουγονία είναι ο Αριστοτέλης (Fraser, 1951: 10).

Οι συγγραφείς που κάνουν λόγο για τη βουγονία είναι πολλοί και όχι μόνο από την αρχαιότητα. Ακολουθούν ορισμένοι από τους Μέσους Χρόνους ακόμη και από τη νεότερη, όπως θα δούμε παρακάτω, εποχή!

Σύμφωνα με τον Βιργίλιο (70 – 19 π.Χ) η βουγονία εμφανίζεται με τον μυθικό Αρισταίο, το γιό του Απόλλωνα και της Κυρήνης, ο οποίος δίδαξε στους ανθρώπους τη μελισσοκομία. Ο Λατίνος ποιητής αναφέρει στα Γεωργικά του (IV, 317-558) πως ο Αρισταίος είδε κάποτε στην Αρκαδία την Ευρυδίκη, τη γυναίκα του Ορφέα, και συνεπαρμένος από τη γοητεία της όμορφης δρυάδας δοκίμασε να την κάνει δική του με τη βία. Η Ευρυδίκη, πιστή στον άντρα της, απομακρύνθηκε τρομαγμένη· πάνω στον δρόμο της όμως τη δάγκωσε ένα φίδι και πέθανε. Λόγω της άτυχης αυτής ερωτικής περιπέτειας λίγο έλλειψε να χαθεί για πάντα το μέλι, το οποίο ήταν βέβαια μια από τις κυριότερες προσφορές του Αρισταίου στους ανθρώπους (Κακριδής, 1986, ΙΙΙ: 112) κι αυτό γιατί ο Αρισταίος βρήκε μετά λίγο καιρό τις μέλισσές του νεκρές. Απελπισμένος, ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας του, της νύμφης Κυρήνης, κι αυτή τον συμβούλευσε να αναζητήσει τον Πρωτέα. Όταν τελικά τον συνάντησε, ο πολύξερος γέροντας τον ενημέρωσε πως η καταστροφή των μελισσών οφειλόταν στην εκδίκηση του Ορφέα. Οι Ναπαίες νύμφες, οι παιδικές φίλες της Ευρυδίκης, ήταν αυτές που είχαν αφανίσει τις μέλισσές τους (Cook, 1895). Για να κατευνάσει την οργή τους έπρεπε να θυσιάσει τέσσερεις επιλεγμένους ταύρους και τέσσερεις αγελάδες, αφήνοντας τα πτώματά τους σε σκιερό μέρος. Το έπραξε και: «… ξάφνου εκεί ένα θάμασμα που κι αν το λες ξενίζεις, / Παρατηρούν οι θυσιαστές μες στων βοδιών τα σπλάχνα / Τα νερουλά, εμπουρμπούριζαν απ’ όλην την κοιλιά τους / οι μέλισσες, κι απ’ τα πλευρά τα τσακισμένα εβράζαν / Κ’ εσηκωνόνταν σύγνεφο τεράστιο στον αέρα / Κ’ εμαζευόνταν στες κορφές των δέντρων κι απ’ τους κλάδους / Τους λυγερούς σαν τα τσαμπιά του σταφυλιού εκρεμώνταν» (Γεωργικά, IV, 552-558, Μετάφραση Κων/νου Θεοτόκη).

Κατά την εκδοχή του Οβιδίου (43 π.Χ. – 17 μ.Χ), του άλλου μεγάλου Λατίνου ποιητή, που απαντά στο έργο του Fasti (= Ημερολόγιο, Ι, 363-380), ο Αρισταίος αναζητά τον Πρωτέα  στη θάλασσα που ήταν η συνηθισμένη του κατοικία. Τον εντόπισε τελικά σ’ ένα νησί κοντά στις εκβολές του Νείλου όπου αναπαυόταν τα μεσημέρια και δένοντάς τον (μια που ο Πρωτέας είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε ό,τι επιθυμούσε) τον ανάγκασε να του αποκαλύψει τη λύση για να ξαναποκτήσει μέλισσες: να θάψει το πτώμα σφαγμένου βοδιού, επειδή, όταν το κουφάρι αποσυντίθεται παράγονται σμήνη μελισσών. Ο θάνατος του ενός θα γεννούσε χίλιες ζωές.

Στα Γεωργικά του Βιργίλιου και πάλι αλλά λίγο παραπάνω (IV, 295-314) από το χωρίο που εξετάσαμε, ο ποιητής περιγράφει τη μέθοδο αναπαραγωγής μελισσών από ταύρο, τόπο καταγωγής της οποίας αναφέρει την Αίγυπτο. Επιλέγεις μικρό και στενό χώρο και κατασκευάζεις κτίσμα με τέσσερα παράθυρα το ένα απέναντι στο άλλο και από πάνω σκεπή από κεραμίδια. Στη συνέχεια παίρνεις ένα ευνουχισμένο ταύρο του οποίου τα δύο ετών κέρατα μόλις κυρτώνουν πάνω από τα φρύδια, του βουλώνεις ρουθούνια και στόμα και τον χτυπάς μέχρι θανάτου, χωρίς όμως να ανοίξει το δέρμα. Περιορίζεις το σώμα στον κλειστό χώρο καλυμμένο με θυμάρι και μετά από εννέα ημέρες, αφού μαλακώσουν τα κόκκαλα έχοντας υποστεί ζύμωση, θα κάνουν την εμφάνισή τους εκπληκτικά πλάσματα, τα οποία βομβίζοντας με τα φτερά τους θα πετάξουν στον αέρα – ένα σμήνος μελισσών.

Υπάρχει η άποψη (Fraser,1951: 8, 11)  πως ο Βιργίλιος συμπεριέλαβε το επεισόδιο με τον Αρισταίο στο ποίημά του μερικά χρόνια αφ’ ότου το είχε ολοκληρώσει και πως αντικατέστησε με αυτό το αρχικό τελείωμά του. Θεωρείται μάλιστα περίεργο ότι ο εν λόγω ποιητής ενστερνίστηκε τη μυθική πρακτική για τη γένεση μελισσών από κουφάρι ταύρου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Βιργίλιος μιλά στην ποίησή του για τις βουγενείς «μέλισσες» σαν κάτι που άκουσε και όχι σαν κάτι που είδε με τα μάτια του.

Αναφορικά με τις πηγές από όπου άντλησε ο Βιργίλιος, ως κύρια πηγή πιθανολογείται το χαμένο σήμερα έργο του Νικάνδρου του Κολοφώνιου, Μελισσουργικά. Ο Βιργίλιος έζησε λίγο μετά τον Βάρρονα και πιθανόν ανέτρεχε στα έργα του τελευταίου για πληροφορίες (Fraser, 1951: 38-39˙ Whitfield, 1956).

Μπορεί μεν τα Μελισσουργικά του Νικάνδρου (2ος αιώνας π.Χ.) να μη διασώθηκαν, στα διασωθέντα όμως έργα του, στα Θηριακά (471) και τα Αλεξιφάρμακα (445-446), κάνει λόγο για τη βουγονία. Στα Θηριακά μάλιστα αναφέρει επί λέξει: «ἵπποι γὰρ σφηκῶν γένεσις, ταῦροι δὲ μελισσῶν».

Ο Αντίγονος o Kαρύστιος (250 – 197 π.Χ.) αναφέρει στο έργο του Ιστοριών παραδόξων συναγωγή (ΧΙΧ, 14-18· Keller, 1877: 6) πως «εάν στην Αίγυπτο θάψεις βόδι σε κάποια μέρη έτσι ώστε μόνο τα κέρατα να προεξέχουν από το έδαφος, λένε, πως μέλισσες πετούν έξω· το σάπιο βόδι διαλύεται σε μέλισσες».

Τις πρώτες μαρτυρίες ωστόσο για τη βουγονία των μελισσών οφείλουμε σε Έλληνες συγγραφείς από την ελληνιστική Αλεξάνδρεια, τον Αρχέλαο, τον Καλλίμαχο, τον Φιλέτα και τον Νίκανδρο. Όλοι τους την υπαινίσσονται στα ποιήματα και τα επιγράμματά τους (Ransome. 2014: 114).

Ο Βάρρων (116 -27 π.Χ.) στο έργο του De Re Rustica (ΙΙΙ, 16, 4) μιλά για γένεση μελισσών εν μέρει από μέλισσες και εν μέρει από αποσυντιθέμενο βόδι, ενώ παραθέτει και δύο επιγράμματα στα οποία γίνεται λόγος για τη βουγονία (Whitfield, 1959). Ένα του Αρχελάου: «βοὸς φθιμένης πεπλανημένα τέκνα» και ένα του Νικάνδρου: «ἵππων μὲν σφῆκες γενεά, μόσχων δὲ μέλισσαι». Σε άλλο σημείο του έργου του (ΙΙ, 5, 5) αναφέρεται σε μέλισσες που οι Έλληνες ονομάζουν βουγενείς. Την ίδια ονομασία (βουγενείς) χρησιμοποιεί αργότερα και ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος (234 – 305 μ.Χ.) στο έργο του Περί του εν Οδύσσεια των Νυμφών Άντρου (18). Ο Θεόκριτος (315 – 260 π.Χ.), στο ποίημα Σύριγξ (3), χρησιμοποιεί για τη μέλισσα τη λέξη «ταυροπάτωρ», ενώ ο Στράτων (2ος μ.Χ. αιώνας) από τις Σάρδεις, ο οποίος συνέθεσε τη Μούσα παιδική, μια συλλογή από 258 επιγράμματα 26 ποιητών, γράφει στον πρώτο στίχο ενός από αυτά (του 249): «βουποίητε μέλισσα, πόθεν μέλι τοὐμὸν ἰδοῦσα /…».

Ο Κολουμέλλας (4 – 70 μ.Χ.) στο De Re Rustica (IX, XIV, 1),  αναφέρει πως τα μελίσσια θα πρέπει να καπνίζονται με ξερή σβουνιά βοδιού, επειδή ο καπνός αυτός είναι καλά αποδεκτός από τις μέλισσες, λόγω του ότι οι μέλισσες είναι κατά κάποιο τρόπο συνδεδεμένες με τα βόδια. Παρακάτω  (ΙΧ, XIV, 6), γράφει πως  ο Δημόκριτος (δεν είναι ο αβδηρίτης φιλόσοφος αυτός), ο Μάγκος και ο Βιργίλιος ενστερνίζονται την αναπαραγωγή μελισσών από νεκρό ευνουχισμένο ταύρο και παραθέτει την άποψη του Μάγκου πως αυτό μπορεί να γίνει και από την κοιλιά ενός ταύρου. Συμφωνεί ωστόσο με την άποψη του Κέλσου (το έργο του οποίου, όπως και αυτό του Μάγκου, δεν έχει διασωθεί) ο όποιος θεωρεί πως οι μέλισσες δεν πεθαίνουν σε τέτοιους αριθμούς ώστε να καθίσταται αναγκαία η παραγωγή τους δια αυτού του τρόπου. Άλλωστε, δεν θα έστεκε από οικονομικής άποψης να σκοτώσεις ένα ταύρο για να λάβεις -όπως πιστευόταν- ένα ή ίσως και περισσότερα σμήνη μελισσών.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23 -79 μ.Χ) μιλά, στη Φυσική του Ιστορία (Naturalis Historia, XI, 23) για τη δυνατότητα «εάν οι μέλισσες εξολοθρευτούν να αντικατασταθούν με άλλες που θα προέλθουν από την κοιλιά ενός πρόσφατα σκοτωμένου βοδιού, σκεπασμένου με σβουνιά». Συνεχίσει λέγοντας πως «ο Βιργίλιος λέει ότι αυτό δύναται να πραγματοποιηθεί με το σώμα ενός νεαρού ταύρου, με τον ίδιο τρόπο που ένα πτώμα αλόγου παράγει μικρές και μεγάλες σφήκες και ενός γαϊδάρου σκαθάρια». Ο Πλούταρχος (45 – 120 μ.Χ.) στους Βίους Παράλληλους (Άγις και Κλεομένης, 60, 5) κάνει επίσης λόγο για μέλισσες που γεννιούνται από νεκρά βόδια, σφήκες από άλογα και σκαθάρια από γαϊδούρια. Ο σχολιαστής της Αινιάδας του Βιργιλίου Σέρβιος (In Vergilii Aeneidos commentarius I, 435) γράφει πως «οι μέλισσες λέγεται πως προέρχονται από βόδια, οι κηφήνες από άλογα, οι μεγάλες σφήκες από μουλάρια και οι μικρές από γάιδαρους». Στη βουγονία τέλος αναφέρεται και ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (560 – 636 μ.Χ.) στο έργο του Εtymologiae (XI, 4 & XII, 8).

O Αιλιανός, ο οποίος αν και Ρωμαίος έγραφε στα ελληνικά, αναφέρει, στο Περί ζώων ιδιότητος (Β, 57) πως «ακόμα και νεκρό το βόδι είναι αξιέπαινο πλάσμα. Μέλισσες γεννιούνται απ’ το λείψανό του, τα πιο εργατικά από τα πλάσματα…»
(μετάφραση ΦΟΚ).

Η ιστορία του Σαμψών στην Παλαιά Διαθήκη (Κριταί, ιδ, 8) ο οποίος βρήκε μελίσσι και μέλι στο πτώμα του λιονταριού που είχε σκοτώσει, συγχέεται από ορισμένους (Λιβέρη, 2000˙ άλλοι στον Fraser, 1951: 12) με την περίπτωση της βουγονίας, ως να γεννήθηκαν δηλαδή οι μέλισσες από το κουφάρι. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή φαίνεται πως το πτώμα είχε αφεθεί να ξεραθεί, οπότε ήταν δυνατό να το χρησιμοποιήσουν αργότερα μέλισσες ως φωλιά. Παρόμοια άλλωστε ιστορία αναφέρει και ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι, Ε, 114): οι Αμαθούσιοι αποκεφάλισαν τον Ονέσιλο που πολιορκούσε την πόλη τους και κρέμασαν το κεφάλι του στην πύλη, το οποίο έμεινε εκεί και αποστεώθηκε. Ένα σμήνος μελισσών φώλιασε τότε στο κρανίο και το γέμισε κηρήθρες.

Κάπως σχετική και η περίπτωση του μύθου που μας γνωστοποιεί ο  Σέρβιος (In Vergilii Aeneidos commentarius I, 435): μια ομάδα γυναικών σκότωσε στον Ισθμό ιέρεια της Δήμητρας με το όνομα Μέλισσα, επειδή δεν ήθελε να τους αποκαλύψει τα σχετικά με τα Ελευσίνια μυστήρια δρώμενα, στα οποία την είχε μυήσει η θεά. Η Δήμητρα τιμώρησε τις φόνισσες στέλνοντάς τους πανούκλα, ενώ από το πτώμα της πιστής ιέρειας γεννήθηκαν μέλισσες. Εδώ έχουμε βέβαια γένεση μελισσών από πτώμα, αφορά όμως σε μια πολύ ειδική και μοναδική περίπτωση. Παρόλα αυτά, δεικνύει με τη σειρά της την αδυναμία των αρχαίων να εξηγήσουν τη γέννηση της μέλισσας (Λιβέρη, 2000) και την ανάγκη να πλαστούν μύθοι που να τη δικαιολογούν.

Από ένα χαμένο σήμερα ελληνικό έργο της αλεξανδρινής εποχής υπό τον τίτλο Φυσιολόγος προέκυψαν, από την αντιγραφή του αρχετύπου, αρκετά χειρόγραφα πολλαπλών εκδοχών του και σε διάφορες γλώσσες, όπου αναπαράγονται οι παραπλανητικές απόψεις περί βουγονίας (Γερμανίδου, 2011: 191-192). Το κείμενο όμως που παραθέτει τις περισσότερες πληροφορίες για τη βουγονία και την πρακτική άσκησή της είναι αυτό του Φλωρεντίνου και βρίσκεται στα Γεωπονικά, ένα συμπίλημα έργων διαφόρων συγγραφέων και εποχών που έλαβε την τελική του μορφή τον 10ο αιώνα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου.

Σύμφωνα  με τον Φλωρεντίνο (Γεωπονικά, ΙΕ, 22-30) ο τρόπος παραγωγής μελισσών έχει ως εξής: κατασκευάζεται κτίσμα με ύψος, πλάτος και μήκος δέκα πήχεων, με μια πόρτα και τέσσερα παράθυρα, ένα σε κάθε πλευρά. Σε αυτό οδηγείται ένα βόδι ηλικίας τριάντα μηνών, σαρκώδες και παχύ. Νέοι άνδρες το χτυπούν τότε με ρόπαλα συνθλίβοντας τη σάρκα και τα κόκκαλα, με προσοχή όμως ώστε να μην τρέξει αίμα, γιατί από το αίμα δεν παράγονται μέλισσες. Το βόδι τοποθετείται στη συνέχεια πάνω σε θυμάρι και κλείνονται όλες οι οπές του σώματός του με πανιά βουτηγμένα σε πίσσα. Κλείνονται επίσης ερμητικά με λάσπη η πόρτα και τα παράθυρα ώστε να αποκλειστεί το φως και ο αέρας. Μετά από τρεις εβδομάδες το κτίσμα ανοίγεται από όλες τις πλευρές για να εισέλθει φως και αέρας, εκτός και αν φυσά δυνατός αέρας, οπότε καλό είναι η πλευρά από όπου φυσά να παραμείνει κλειστή. Το κτίσμα κλείνεται και πάλι ερμητικά με λάσπη για άλλες δέκα ημέρες και την ενδέκατη, όταν ανοιχθεί, είναι γεμάτο με μέλισσες σε τσαμπιά ενώ από το βόδι δεν έχουν απομείνει παρά τα κέρατα, τα οστά και το τρίχωμα. Λέγεται μάλιστα πως από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό δημιουργούνται βασιλιάδες και από τη σάρκα οι άλλες μέλισσες.

Παρατηρούμε ότι η μαρτυρία του Βιργιλίου με αυτήν του Φλωρεντίνου συμπίπτουν σε πολλά, με κυριότερη διαφορά αυτή του απαιτούμενου χρόνου για την παραγωγή των μελισσών, ο οποίος στον μεν Βιργίλιο είναι εννέα ημέρες στον δε Φλωρεντίνο ένας μήνας.

Χριστιανοί συγγραφείς όπως ο Ωριγένης (185 -251 μ.Χ.), ο Λακτάντιος (250 -325 μ.Χ.) και ο Άγιος Αυγουστίνος (354 – 430 μ.Χ.)  βοήθησαν με το κύρος τους στην περαιτέρω εδραίωση και διατήρηση του μύθου της βουγονίας, εφόσον τον αναφέρουν –παραπέμποντας συνήθως στον Βιργίλιο- στα γραπτά τους (Ransome, 2004: 118· Fraser, 1951: 98). O Μιχαήλ Ψελλός (1018 – 1078) παρόλη την οξυδέρκειά του δεν ξεφεύγει από την παγίδα των επαναλαμβανόμενων παρανοήσεων, αναφέροντας κι αυτός τη βουγονία ως μέθοδο αναπαραγωγής του εντόμου (Γερμανίδου, 2011: 59), συμβάλλοντας με τη σειρά του στη διαιώνιση της λανθασμένης αντίληψης.

Φανταστική απεικόνιση βουγονίας σε έργο του 18ο αιώνα
Φανταστική απεικόνιση βουγονίας σε έργο του 18ο αιώνα

Ο μύθος της βουγονίας αναπαράγεται από αρκετούς συγγραφείς του 14ου και 15ου αιώνα. Αργότερα, στα τέλη του 16ου αιώνα σε αυτήν αναφέρεται στην ουσία και ο William Shakespeare (King Henry IV, Part II, act.4, sc.4). Το ενδιαφέρον όμως έγκειται στο γεγονός πως ο Samuel Hartlib στο βιβλίο του The reformed commonwealth of bees, αναφέρει πως «ο κύριος Carew στην Κορνουάλη παρήγαγε μέλισσες με αυτή τη μέθοδο», δηλαδή βουγονικά! Εξηγεί μάλιστα και τον τρόπο που το κατάφερε (Hartlib, 1665: 2-3). Δύο σχεδόν αιώνες αργότερα, το 1842, η ίδια αυτή αναφορά για παραγωγή μελισσών από μοσχάρι ξαναδημοσιεύθηκε -ως αληθινή!- στο συμπίλημα του W. C. Cotton (1842: 354) My Bee Book.

Αρκετοί είναι αυτοί που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον μύθο της  βουγονικής παραγωγής μελισσών εστιάζοντας κυρίως στο γεγονός της απουσίας πολλών κατάλληλων ενδιαιτημάτων για τις μέλισσες στην περιοχή της Αιγύπτου (όπου ο Βιργίλιος τοποθετεί την καταγωγή της διαδικασίας) που τις ωθούσε να χρησιμοποιούν ακόμη και πτώματα ζώων ως φωλιά ή στην σχετική ομοιότητα της μέλισσας με το έντομο Εristalis tenax, το οποίο αφήνει αυγά σε κουφάρια στο στάδιο της αποσύνθεσης. Απαντά επίσης η άποψη πως στη βουγονία αποκρυπτογραφείται ένα κωδικός λατρείας που συνδέεται με την προστασία της βλάστησης και την ευόδωση της συγκομιδής (Χρυσοστομίδου, 2010: 64-69).

Η αντίληψη πως η μέλισσα δεν αναπαράγεται σεξουαλικά παρέμεινε στη λαϊκή μας παράδοση έως πρόσφατα. Ο Θανάσης Μπίκος αναφέρει σε άρθρο του την αντίδραση ηλικιωμένου μελισσοκόμου, ο οποίος κινήθηκε απειλητικά με το μπαστούνι του εναντίον του γεωπόνου που μιλούσε σε σεμινάριο, κάπου στη βόρεια Πελοπόννησο, όταν ο τελευταίος τόλμησε ένα ισχυριστεί πως η βασίλισσα συνευρίσκεται με τους κηφήνες. Στον Πόντο τέλος, οι μελισσοκόμοι ουδέποτε θα πίστευαν, όπως αναφέρει ο Τοπαλίδης (1969), «ότι ο προορισμός του κηφήνα είναι να εκτελεί τα καθήκοντα συζύγου, διότι αυτό θα ήταν έγκλημα καθοσιώσεως για το ιερό αυτό έντομο, του οποίου ο τρόπος διαιωνίσεως θα είχε θεία εξαίρεση».

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Chouliara-Raios, H. 1989. L’ abeille et le miel en Egypte d’après les papyrus grecs. Ιωάννινα (Παν. Ιωαννίνων).
Crane, E. 1999. The World History of Beekeeping and Honey Hunting. London (Duckworth).
Γερμανίδου, Σ. 2011. Εκδηλώσεις αγροτικών δραστηριοτήτων στην τέχνη και τον υλικό πολιτισμό του Βυζαντίου: Το παράδειγμα της μελισσοκομίας. Αθήνα (ΕΚΠΑ, Διδ. Διατριβή).
Cook, Α. Β. 1895. The Bee in Greek Mythology. Journal of Hellenic Studies, 15: 1-24.
Cotton, W. C. 1842. My Bee Book. London (J. G. F. & J. Rivingston).
Fraser, H. M. 1951. Beekeeping in Antiquity. London (Univ. of London Press – 2nd ed.).
Hartlib, S. 1655. The reformed common-wealth of bees. London (Giles Calvert).
Ivanov V.V., Toporov B. H. 1982. Ptsela.  Mifi Narodov Mira, T. II, Moskva (Sov. Ent.), s. 354-356.
Κακριδής, Ι. Θ. 1986. Ελληνική μυθολογία. Τ. 3. Αθήνα (Εκδοτική Αθηνών).
Keller, O. 1877. Scriptores Graeci Minores. V. 1, Lipsiae (In Aedibus B. G. Teubneri).
Kritsky, G. 2010. The Quest for the Perfect Hive. A History of Innovation in Bee Culture. Oxford (Univ. Press).
Λιάκος, Β. 2000. Αριστοτέλης, ο πρώτος μελισσολόγος ερευνητής. ΣΤ΄ Τριήμερο «Η μέλισσα και τα προϊόντα της», Νικήτη 12-15 Σεπτ. 1996. Αθήνα (Π.Τ.Ι. ΕΤΒΑ), σ. 134-142.
Λιβέρη, Α. 2000. Εικαστική απεικόνιση αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών μύθων σχετικά με τη μέλισσα και τα προϊόντα της κατά την αρχαιότητα. ΣΤ΄ Τριήμερο «Η μέλισσα και τα προϊόντα της», Νικήτη 12-15 Σεπτ. 1996. Αθήνα (Π.Τ.Ι. ΕΤΒΑ), σ. 41-65.
Μαυροφρύδης, Γ. 2007. Προλήψεις και παραδόσεις των Ελλήνων μελισσοκόμων. Μελισσοκομική Επιθεώρηση, 21(1): 24-28.
Ράιος, Δ. 2000. Melissa Tarentina (Μέλισσα η Ταραντίνη): Petronii Satyricon 61, 6-8. ΣΤ΄ Τριήμερο «Η μέλισσα και τα προϊόντα της», Νικήτη 12-15 Σεπτ. 1996. Αθήνα (Π.Τ.Ι. ΕΤΒΑ), σ. 112-131.
Ransome. H. M. 2004. The Sacred Bee in Ancient Times and Folklore. New York (Dover Publications – 2nd ed.).
Τοπαλίδης, Ν. 1969. Η μελισσοκομία στη Σαντά. Αρχείον Πόντου, Τ. 29, σ. 332-340.
Χρυσοστομίδου, Μ. 2010. Μέλισσα και μέλι στην αρχαία ελληνική μυθολογία και λατρεία. Θεσσαλονίκη (Νησίδες).
Whitfield, B. G. 1956. Virgil and the Bees. A study in Ancient Apicultural Lore. Greece and Rome. Series 2, 3(2): 99-117.

 

 



Απορίες και διευκρινίσεις σχετικά με το άρθρο ή με όποιο άλλο θέμα θέλετε πατήστε εδώ.

Για την κατάρτισή σας,
επιλέξτε πηγές πληροφόρησης με επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση